Εκεί που καθόταν ο σÏζυγος στην πολυθÏόνα του και διάβαζε Ï€ÏοσηλωμÎνος την εφημεÏίδα του, πηγαίνει η γυναίκα του σιγά-σιγά πίσω του και του Ïίχνει Îνα δυνατό χτÏπημα με το τηγάνι στο κεφάλι του!
Ο ΑÎΤΡΑΣ: Μα καλά Ï„Ïελάθηκες; Τι με χτυπάς;...
Η ΓΥÎΑΙΚΑ: Î’Ïε αχαÎÏευτε, τι είναι αυτό το χαÏτάκι που βÏήκα στην τσÎπη του Ï€Î±Î½Ï„ÎµÎ»Î¿Î½Î¹Î¿Ï ÏƒÎ¿Ï… και γÏαφει ΜΑΡΙΛΟΥ;
Ο ΑÎΤΡΑΣ: Δεν θυμάσαι Ï€Ïιν από 2 βδομάδες που πήγα στον ιππόδÏομο; ΜΑΡΙΛΟΥ είναι το όνομα του αλόγου που είχα ποντάÏει.
ΓΥÎΑΙΚΑ: Πω-πω, με συγχωÏείς, ÏŽÏες-ÏŽÏες και 'γω δεν καταλαβαίνω πώς γίνομαι τόσο ζηλιάÏα. Ελπίζω να μην σε πόνεσα πολÏ.
Μετά από 3 μÎÏες το ίδιο σκηνικό.
Ο άντÏας να διαβάζει αμÎÏιμνος την εφημεÏίδα του στην πολυθÏόνα kαι η γυναίκα του Ïίχνει μια δυνατή με το τηγάνι στο κεφάλι.
ΑÎΤΡΑΣ: Μα καλά, τι Îπαθες πάλι;
ΓΥÎΑΙΚΑ: Τηλεφώνησε το ΑΛΟΓΟ σου και σε θÎλει!