Πιάνει ο Θεός χώμα και νεÏÏŒ και πλάθει τον Αδάμ. Του φτιάχνει το σώμα, τον λαιμό, το κεφάλι, τα χÎÏια, τα πόδια, τον κοιτάει εξεταστικά και του φοÏμάÏει και το πουλάκι. Φου-φου, του δίνει πνοή και τον ζωντανεÏει. Πιάνει ξανά χώμα και νεÏÏŒ κι αÏχίζει να πλάθει την ΕÏα. Της φτιάχνει το σώμα, τα βυζάκια, τον λαιμό, το κεφάλι, τα χÎÏια, την πεÏιεÏγάζεται, και ανάμεσα από τα πόδια, της ανοίγει με το δάχτυλο μια Ï„ÏυποÏλα.
Φου-φου, της δίνει πνοή και την ξυπνά. Ανοίγει τα μάτια η ΕÏα, κοιτάει το σώμα της, κοιτάει και του Αδάμ. - ΘεΠμου, του λÎει, θÎλω κι εγώ να μου βάλεις Îνα από αυτό που του κÏÎμεται Î±Ï…Ï„Î¿Ï…Î½Î¿Ï ! ! - Μη στεναχωÏιÎσαι, κοÏίτσι μου, της λÎει ο Θεός γελώντας. Δικό σου είναι.... Απλώς το Îδωσα σε αυτόν τον μαλάκα να το κουβαλάει ! !
|