Από βÏαδÏÏ‚ είχεν ξαστεÏιάν.
Του Ï€Ïουί σκόνητι η μάναμ’
να πα να χÎσι.
Ανοίγι ντπόÏτα ‘Οπ! Χιόνι!
Σκοθήκαμι κι εμεί να κατÏήσουμι.
Τι καντς αι ικεί; Δε βλεπς
που κατÏάς? Πάει του Χιόνι είπι
η αδεÏφόζμ.
ΎστεÏα πήγα στου παÏαθÏÏι κι
Îγλιπα του χιόνι.
Αυτό ήταν του Ï€Ïώτου χιόνι
στου χουÏιό μ.
Τι να πει κανεις!!!
ΧαχαΧαχα